Τοποθέτηση της ΠΟΘΑ για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού για το ΑΚΡΟΠΟΛ

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τοποθέτηση της ΠΟΘΑ για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού για το ΑΚΡΟΠΟΛ

Η τοποθέτηση της Π.Ο.Θ.Α. στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής στα πλαίσια της συζήτησης για το νομοσχέδιο “Κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας ΑΚΡΟΠΟΛ και άλλες διατάξεις”.

Στο 15ο λεπτό η τοποθέτηση της Ομοσπονδίας.

Σχετικά με την προσπάθεια διαστρέβλωσης των απόψεών μας από την Υπουργό Πολιτισμού στην χτεσινή της ομιλία στη Βουλή, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε το εξής: Πραγματικά το Ακροπόλ είναι ένας οργανισμός που χρειάζεται ο κόσμος του Πολιτισμού. Ο τρόπος που θεσμοθετείται, όμως, δεν είναι προς όφελος των καλλιτεχνών, είναι αδιαφανής και πνίγει την πολιτιστική δημιουργία. Οι διαβεβαιώσεις της Υπουργού ότι συμμερίζεται απολύτως το όραμά μας, προσκρούει στο νομοσχέδιο το οποίο η ίδια σήμερα νομοθετεί. Με πολύ υποτιμητικό τρόπο ανέφερε ότι «το Ακροπόλ δεν θα γίνει στέκι καλλιτεχνών». Προτίμησε να το κάνει στέκι για μάνατζερς και μία χαμένη ευκαιρία για τον Πολιτισμό.

Τοποθέτηση Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος-Ακροάματος
για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού“Κέντρο Πολιτισμού και Δημιουργίας ΑΚΡΟΠΟΛ και λοιπές διατάξεις”

Το Υπουργείο Πολιτισμού σπάνια δείχνει την απαιτούμενη φροντίδα στον τομέα του σύγχρονου πολιτισμού. Τις περισσότερες φορές η δράση του περιορίζεται στο να διοχετεύει κονδύλια στους εποπτευόμενους οργανισμούς και να διορίζει τις διοικήσεις τους ή να παίρνει υπό την αιγίδα του κάποιες καλλιτεχνικές δράσεις. Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού για τον σύγχρονο πολιτισμό έγινε απολύτως εμφανής με την υγειονομική κρίση του κορονοϊού, όπου αποδείχτηκε ότι δεν υπήρχε καν μία επαρκής καταγραφή όλων των καλλιτεχνικών δυνάμεων του χώρου.
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο έρχεται σε μία συγκυρία εξαιρετικά δύσκολη. Η ακύρωση όλων των πολιτιστικών εκδηλώσεων επί 3,5 μήνες έχει αφήσει τον κλάδο μας βαθιά πληγωμένο.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο τομέας της ψυχαγωγίας και του πολιτισμού έχασε το 93% του κύκλου εργασιών του και βρίσκεται στην πρώτη θέση των πληττόμενων κλάδων. Η επανέναρξη με πολλούς περιορισμούς της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αλλά και η διαφαινόμενη μεγάλη οικονομική κρίση, έχουν φέρει τους καλλιτέχνες σε απόγνωση. Η δημιουργικότητα, η έρευνα, η διερεύνηση της καλλιτεχνικής τους γλώσσας και των εκφραστικών τους μέσων, ο διάλογος ανάμεσα σε καλλιτέχνες είτε αυτοί δραστηριοποιούνται μόνοι τους είτε σε ομάδες όλων των ειδών (ΑΜΚΕ, ΚΟΙΝΣΕΠ κλπ) είναι μία άπιαστη πολυτέλεια. Κύριο μέλημά τους είναι η οικονομική επιβίωση με πενιχρή ή καθόλου στήριξη από το κράτος, σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, χωρίς κανένα προστατευτικό πλαίσιο, μέσα σε μία κατεστραμμένη οικονομία.


Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, το Ακροπόλ θα μπορούσε να γίνει μία πολιτιστική όαση. Μία νησίδα δημιουργίας, που θα φιλοξενούσε καλλιτεχνικές ομάδες ή μεμονωμένους καλλιτέχνες και θα τους επέτρεπε να εξελίξουν την τέχνη τους, απαλλαγμένοι από το άγχος της ανεύρεσης στέγης για τις πρόβες τους, την μελέτη τους ή την πρωτογενή δημιουργική τους εργασία. Θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένας κόμβος όπου οι διάφορες τέχνες θα συναντιόνται, μέσα σε ένα πλαίσιο ανταλλαγής και συμπερίληψης. Αντί για αυτό, προσπερνά εντελώς τον καλλιτέχνη και την διαδικασία παραγωγής του έργου τέχνης και ενδιαφέρεται μόνο για το πώς αυτό θα διοχετευτεί στην “αγορά” ως προϊόν. Έτσι ακόμα και το προτεινόμενο πλαίσιο μετεκπαίδευσης δεν αποσκοπεί στο να εμπλουτίσει ο καλλιτέχνης τα δημιουργικά ή εκφραστικά του μέσα και δυνατότητες, αλλά να αποκτήσει δεξιότητες εύρεσης κονδυλίων και προώθησης του έργου του στην αγορά, να γίνει “μάνατζερ του εαυτού του”. Πόσο απαραίτητο είναι, αλήθεια, αυτό, όταν υπάρχουν μεταπτυχιακά τμήματα πολιτιστικής διαχείρισης σε αρκετά πανεπιστήμια; Ακόμα περισσότερο πώς αυτό αποτελεί προτεραιότητα για έναν καλλιτέχνη, όταν δεν υπάρχει καν μία Ακαδημία Παραστατικών Τεχνών, παρά τις πιέσεις του χώρου εδώ και δεκαετίες;


Ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, το νομοσχέδιο αυτό είναι βαθιά πολιτικό και αντικατοπτρίζει την νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου, την οποία δεν αφορά η παραγωγή του έργου τέχνης, παρά μόνο η πώλησή του. Ο καλλιτέχνης καλείται να δημιουργήσει αφημένος στην τύχη του, με δικούς του πόρους, χωρίς να αντιμετωπίζεται καν ως εργαζόμενος ή επαγγελματίας και στη συνέχεια καλείται να πουλήσει πάλι μόνος του το έργο του, με τις δεξιότητες που θα έχει αποκτήσει στο μεγάλο και πανάκριβο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης που λέγεται “Ακροπόλ Ακρός”. Κατά τα άλλα οι σκοποί του οργανισμού είναι ασαφείς. Αν και φιλοδοξεί να διατρέχει οριζόντια τον πολιτισμό, δεν υπάρχει καμία μέριμνα διασύνδεσής του με τους υπόλοιπους εποπτευόμενους οργανισμούς, Θα είναι αποκομμένο από την υπόλοιπη καλλιτεχνική πραγματικότητα και οι όποιες δράσεις ή αναθέσεις θα αποφασίζονται από ένα απρόσωπο διευθυντήριο χωρίς διαφανή κριτήρια, ένα διευθυντήριο που θα διοικείται από μάνατζερς, σύμφωνα και με τα καθοριζόμενα προσόντα του διευθυντή, δηλαδή: “Πτυχίο Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή ισότιμο τίτλο της αλλοδαπής, Μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο Α.Ε.Ι. σε γνωστικά αντικείμενα συναφή προς τους σκοπούς του ΑΚΡΟΠΟΛ και πενταετή, τουλάχιστον, επαγγελματική εμπειρία σε θέματα διοίκησης οργανισμών.” 

Προσόντα, δηλαδή, που ελάχιστοι καλλιτέχνες διαθέτουν αθροιστικά. Η εξήγηση της αιτιολογικής έκθεσης, είναι αποκαλυπτική των προθέσεων του νομοσχεδίου συνολικά: “Για την επιλογή του Διευθυντή δίνεται έμφαση στην εξασφάλιση τυπικών προσόντων και εμπειρίας στη διοίκηση. Και τούτο, διότι στην πράξη παρατηρείται συχνά ότι εξαίρετοι καλλιτέχνες αδυνατούν να διαχειριστούν τον διοικητικό και τεχνοκρατικό όγκο ενός οργανισμού τέτοιου μεγέθους και είδους.” Η διατύπωση αυτή δείχνει την απαξίωση του συντάκτη προς τους καλλιτέχνες, αν και η πρόσφατη ιστορία των εποπτευόμενων οργανισμών, μας δείχνει ότι ήταν μάνατζερς και όχι καλλιτέχνες αυτοί που βύθισαν στα χρέη τους οργανισμούς που διοικούσαν. Αντίθετα, καλλιτέχνες μεγάλης αξίας έδειξαν αξιοσημείωτα διοικητικά προσόντα. Πόσο οξύμωρο φαίνεται, άλλωστε, ένας οργανισμός που αποσκοπεί στο να αναπτύξουν οι καλλιτέχνες δεξιότητες μάνατζερ, να τους θεωρεί εκ προοιμίου ακατάλληλους για την διοίκηση οργανισμών. Θεωρούμε ότι η διοίκηση του οργανισμού θα πρέπει να έχει λιγότερο τεχνοκρατικά και περισσότερο καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά και να περιλαμβάνει εκπροσώπους των καλλιτεχνικών κλάδων που θα δραστηριοποιούνται στο Ακροπόλ Ακρός.


Η εμμονή με την υποχρέωση του καλλιτέχνη να είναι ικανός να βρίσκει ο ίδιος κονδύλια για να δημιουργήσει, είναι άλλη μία έκφραση της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας του νομοσχεδίου, το οποίο είναι ασαφές και ως προς το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης του οργανισμού και των δράσεών του ή το ποσοστό που αυτή θα καλύπτει στον γενικό του προϋπολογισμό. Οι δημιουργοί και ερμηνευτές οδηγούνται στο να θέσουν εαυτόν ως εξαρτήματα σε μια μηχανή ευρύτερου κέρδους. Οι καλλιτέχνες τελικά καταλήγουν να δημιουργούν μόνο για να παράξουν κέρδος στον εκάστοτε παραγωγό ή καλλιτεχνικό βιομήχανο, ή να γίνουν αρεστοί στα διάφορα Ιδρύματα και χρηματοδότες και μάλιστα υπό τη σκέπη του ΥΠΠΟΑ. Έτσι η μικρή καλλιτεχνική δημιουργία πρέπει να προσαρμοστεί όχι μόνο στους νόμους της αγοράς και του τι θέλει να καταναλώσει το κοινό, αλλά και στους νόμους των χορηγών. Είναι μία λογική ξεπερασμένη, που έχει αποτύχει όπου εφαρμόστηκε.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την κρίση του 2008 έκλεισαν πολλές ιστορικές καλλιτεχνικές ομάδες με σημαντική δράση, μετά από την απόσυρση των χορηγών. Ακόμα και στα καθ’ ημάς η Καμεράτα ξεκίνησε δυναμικά ως μία ιδιωτική ορχήστρα εγχόρδων υψηλού επιπέδου με την χορηγία της Eurobank και όταν αυτή αποσύρθηκε η ορχήστρα σιγά σιγά οδηγήθηκε στην παρακμή. Το κράτος οφείλει να χρηματοδοτεί και να προστατεύει την Τέχνη με κριτήρια και μακρόπνοο σχεδιασμό.
Στην ίδια λογική της αγοράς σκιαγραφείται η σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό, δηλαδή όχι ως μία αμφίδρομη δημιουργική σχέση κατά την οποία το έργο τέχνης διαμορφώνει το κοινό και διαμορφώνεται από αυτό, αποτελεί οργανικό κομμάτι της κοινωνίας και συγκροτεί το αφήγημα της εποχής του. Αντίθετα το κοινό αντιμετωπίζεται ως καταναλωτής, που ο αποκομμένος από αυτό καλλιτέχνης οφείλει να προσεγγίσει μέσω των νέων τεχνολογιών της διαφήμισης και του μάρκετιγκ.


Το άρθρο για τα προσόντα του διευθυντή δεν είναι το μόνο που δείχνει την απαξίωση του νομοσχεδίου προς τον καλλιτέχνη. Ούτε η εμμονή να τον μετατρέψει σε μάνατζερ, σαν να μην αρκεί η καλλιτεχνική του ιδιότητα για να θεωρείται ολοκληρωμένος. Στο άρθρο 1 αναφέρεται ότι “Το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού διατηρεί τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί, χωρίς αντάλλαγμα, χώρους του ως άνω παραχωρούμενου κτηρίου για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων, την υποδοχή επίσημων προσκεκλημένων και κάθε άλλη δραστηριότητα, για την οποία ο Υπουργός κρίνει σκόπιμη τη χρήση των χώρων του. Σε περίπτωση άσκησης της δυνατότητας του προηγούμενου εδαφίου, η διοίκηση του νομικού προσώπου δεν έχει δικαίωμα άρνησης”. Δηλαδή ό,τι κι αν συμβαίνει, όποιος κι αν είναι ο προγραμματισμός του οργανισμού, θα πρέπει να αναστέλλεται όταν ο Υπουργός κρίνει ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι χώροι του σαν το πολυτελές σαλόνι του υπουργείου, χωρίς και υποχρέωση έγκαιρου προγραμματισμού και χωρίς κανείς, ούτε καν η διοίκηση να μπορεί να φέρει αντίρρηση.
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο δημιουργεί έναν οργανισμό που φαίνεται να φιλοδοξεί να υποκαταστήσει το ΥΠΠΟ στην χάραξη πολιτικής για τον σύγχρονο πολιτισμό. Αν θέλουμε να λειτουργήσει προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα πρέπει να φροντίσουμε για την διασύνδεσή του με την μικρή καλλιτεχνική δημιουργία, τους υπάρχοντες εποπτευόμενους φορείς και τον πολιτισμό στην περιφέρεια, (ΔΗΠΕΘΕ, πολιτιστικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται τοπικά κλπ). Επίσης το ψηφιακό αρχείο που θα δημιουργηθεί θα μπορούσε να στεγάσει τη βιβλιοθήκη του Θεατρικού Μουσείου.
Οι καλλιτέχνες δεν χρειάζονται απρόσιτους οργανισμούς, που θα τους επιλέγουν με αδιαφανή κριτήρια και μόνο αν η γλώσσα τους ταιριάζει με την γλώσσα “της αγοράς”. Οι καλλιτέχνες χρειάζονται μία συνολική στρατηγική για τον σύγχρονο πολιτισμό, οραματική, που θα τους επιτρέψει να δημιουργήσουν ελεύθερα και να γράψουν την ιστορία της εποχής τους, όπως την βλέπουν αυτοί κι όχι τα συμφέροντα των οποίων τα χρήματα θέλουν να προσελκύσουν. Χρειάζονται πλήρες και σαφές εργασιακό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει τα δικαιώματά τους, την εργασία τους με μισθό και ασφάλιση. Το Υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να μεριμνά ώστε να διαφυλαχθεί η αυτοτέλεια της Τέχνης και όχι να της προσδίδει ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια με στόχο την μαζική κατανάλωση. Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο είναι εξαιρετικά ασαφές και άστοχο και ανοίγει όχι μόνο το πεδίο ευθείας καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών, αλλά και της  διάλυσης της αυτοτέλειας της Τέχνης δίνοντάς την βορά στους νόμους της ιδιωτικής αγοράς και οικονομίας.

Ως προς την τροποποίηση του άρθρου 20 για την άδεια κινηματογράφησης σε Αρχαιολογικούς χώρους, ζητάμε να γίνει τροποποίηση στην καταβολή τελών κινηματογραφικών ταινιών.Το ποσό των 1.600 + ΦΠΑ ευρώ την ημέρα είναι ένα υπέρογκο κόστος για τα budget των Ελληνικών ταινιών μυθοπλασίας. Ζητάμε να επανεξεταστούν τα τέλη για τις Ελληνικές ταινίες καθώς για τις ταινίες οι οποίες χρηματοδοτούνται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και κατ’ επέκταση από το Υπουργείο Πολιτισμού να μην υπάρχει κανένα κόστος . Είναι παράλογο αυτό που χρόνια συμβαίνει, από την μία πλευρά το ΥΠΠΟΑ να χρηματοδοτεί Ελληνικές ταινίες και από την άλλη να παίρνει μεγάλο μέρος των χρημάτων πίσω μέσω των Αρχαιολογικών χώρων.