Τα όρια της έκθεσης Πισσαρίδη και η ανάγκη να μιλήσουμε σοβαρά για το ρόλο της εργασίας

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τα όρια της έκθεσης Πισσαρίδη και η ανάγκη να μιλήσουμε σοβαρά για το ρόλο της εργασίας

πρώην γενικός γραμματέας του ΣΕΠΕ Πάνος Κορφιάτης γράφει στο NEWS 24/7 για το πως αντιμετωπίζει η έκθεση Πισσαρίδη την εργασία και τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή.


Ακόμα και στην πιο συνοπτική ανάγνωση της έκθεσης Πισσαρίδη η βασική της ιδέα είναι εμφανής.

Η αύξηση μισθών και εισοδημάτων θα έρθει με την ανάπτυξη, η επίτευξη όμως ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης προϋποθέτει την υιοθέτηση πολιτικών που πλήττουν τα εισοδήματα των εργαζόμενων και των νέων. Αυτή η συλλογιστική θυμίζει την κυρίαρχη αφήγηση των υποστηρικτών της λιτότητας τα πρώτα μνημονιακά χρόνια: Όσο σκληρά και αν είναι τα μέτρα, οδηγούν σε ανάπτυξη και σε μεγέθυνση της πίτας για όλους. Η πικρή διάψευση αυτής της υπόσχεσης που άρχισε να γίνεται αρκετά νωρίς εμφανής οδήγησε τότε στην απόσυρση της χωρίς ωστόσο να συνοδευτεί από την παραμικρή αυτοκριτική.



Αντίθετα, η έκθεση Πισσαρίδη ξεκινά από μια βαθιά ιδεολογική θέση, την άρνηση της εργασίας. Η εργασία αντιμετωπίζεται ως ένα πρόβλημα, χαρακτηρισμένη αποκλειστικά από αρνητικές ιδιότητες. Στη συλλογιστική αυτή ζητούμενο είναι μέτρα που έρχονται να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος της, την ελλιπή ευελιξία και την χαμηλή παραγωγικότητα της. Μια τέτοια οπτική δεν αναγνωρίζει κανένα θετικό ρόλο στον κόσμο της εργασίας, πάρα στην καλύτερη περίπτωση αυτόν του εξαρτημένου μεγέθους.


Η εκπόνηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου είναι πολύ σημαντική υπόθεση για να διεξαχθεί χωρίς δημόσιο διάλογο. Όχι μόνο για όσα περιέχει αλλά κυρίως για τα πολλά τα οποία παραλείπει και τα οποία είναι πολύ κρίσιμα για το μέλλον της κοινωνίας. Σε μια χώρα που το ΑΕΠ της θα διαμορφωθεί φέτος στα επίπεδα του 2002 τα περιθώρια για λάθος επιλογές είναι εξαιρετικά στενά. Για αυτό έχει σημασία να δούμε τι ακριβώς χάνει η κυβερνητική προσέγγιση.

Αναγνωρίζει, για παράδειγμα, σαν κορυφαία πρόκληση τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή. Αδιαφορεί όμως εντελώς για την αντιμετώπιση των ψηφιακών ανισοτήτων. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Αυτό που μια ματιά στην επικαιρότητα θα έκανε προφανές. Όταν με αφορμή την τηλεκπαίδευση γίνεται φανερό πόσο έντονοι και σκληροί είναι οι περιορισμοί στην ψηφιακή πρόσβαση, η πρώτη προτεραιότητα έπρεπε να είναι η καταπολέμηση των ψηφιακών ανισοτήτων στην πηγή τους. Οι πόροι από το ταμείο ανάκαμψης μπορούν και πρέπει σε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό να κατευθυνθούν στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ώστε κάθε μαθητής να μπορεί να έχει σύνδεση στο διαδίκτυο και προσωπικό υπολογιστή, να αναβαθμιστούν οι υποδομές των δημόσιων σχολείων και να εκπονηθεί ένα συνολικό σχέδιο για να μπει πραγματικά η εκπαίδευση στην ψηφιακή εποχή σε όλες της τις βαθμίδες.



Η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή ομολογουμένως είναι μια δύσκολη εξίσωση. Η λύση της όμως γίνεται αδύνατη χωρίς το ρόλο της εργασίας. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ελληνικό παράδοξο. Η στρατηγική επιλογή στο κομμάτι των εργασιακών σχέσεων παραμένει η υποτίμηση της εργασίας, βασισμένη ακόμα στην παραδοχή ότι το χαμηλό εργατικό κόστος βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα. Σε αυτό το περιβάλλον η επένδυση σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας ενθαρρύνεται και το κίνητρο για αποδοτικότερη οργάνωση της εργασίας είναι εξαιρετικά μικρό.

Αν επιπροσθέτως αναλογιστούμε τι δυνατότητες έχει ένας νέος να κάνει μεταπτυχιακό όταν αυτό κοστίζει κάποιες χιλιάδες ευρώ, πόσο αρνητική για την χώρα είναι η σύγκριση των εργασιακών προοπτικών που έχει ένας νέος στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό ή πως ολοένα και στενεύουν τα περιθώρια διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής μέσω της εκπαίδευσης το συμπέρασμα είναι σαφές. Θα ήταν πολύ εύκολη η άσκηση πολιτικής αν μπορούσες να συνδυάσεις εργαζόμενους με μισθούς Βαλκανικής χώρας και εργασιακές δεξιότητες Σκανδιναβικής.

Η απάντηση βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που εισηγείται το σχέδιο Πισσαρίδη. Χρειαζόμαστε μια στρατηγική που επενδύει στους ανθρώπους, εμπιστεύεται την ικανότητα των εργαζόμενων να παράγουν και ενδυναμώνει την εργασία σαν την βάση για την μετάβαση σε ένα πρότυπο αυξημένης οικονομικής αποτελεσματικότητας. Μια τέτοια προσέγγιση περνάει μέσα από τρεις βασικούς άξονες:

Την αύξηση των εισοδημάτων των εργαζόμενων. Η αύξηση του κατώτατου μισθού και η ενίσχυση του πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι αναγκαίες για τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας από ένα μοντέλο χαμηλών αποδοχών και χαμηλής παραγωγικότητας σε ένα υψηλών αποδοχών και υψηλής παραγωγικότητας. Η εμμονή στην συμπίεση του κόστους της εργασίας οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο: επιβραβεύονται όσοι επενδύουν στην εκμετάλλευση της εργασίας και όχι στην αξιοποίηση της, οδηγώντας σε ένα οικονομικό μοντέλο υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Η πορεία περιθωριοποίησης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι δυνατό να ανακοπεί χωρίς αύξηση των μισθών και αντιμετώπιση των ανισοτήτων.
Την αλλαγή του μοντέλου εργασιακών σχέσεων και της αντίληψης για την εργασίας. Ένα σταθερό μοντέλο εργασιακών σχέσεων είναι απαραίτητο ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας ότι πολύ σημαντικό κομμάτι των εργαζόμενων βιώνουν έναν ιδιότυπο δεσποτισμό καθημερινά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η τοξική εργασιακή κουλτούρα έχει οδηγήσει την χώρα μας στην τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ όσο αναφορά το management. Μια νέα πραγματικότητα στις εργασιακές σχέσεις με αυξημένα δικαιώματα και αναγνώριση του ρόλου της εργασίας σημαίνει πολλά και για έναν ακόμα λόγο. Συνδέεται άμεσα με τη συνεργατικότητα, την ύπαρξη κινήτρου για τους εργαζόμενους και την αξιοποίηση της άρρητης γνώσης που υπάρχει σε κάθε εργασιακή διαδικασία.
Το ρόλο των δημόσιων πολιτικών. Η εκπαίδευση και η ανάπτυξη των υποδομών – ειδικά των ψηφιακών – είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Επιπλέον, ύπαρξη ή όχι δημόσιων πολιτικών επηρεάζει άμεσα την αγορά εργασίας και το ποιες οικονομικές δραστηριότητες ευνοούνται. Για παράδειγμα πανευρωπαϊκά είναι κοινή παραδοχή πως η απουσία ρύθμισης στο ζήτημα της στέγης οδηγεί σε αύξηση των ενοικίων και σε αντίστοιχη πίεση στους μισθούς. Το είδαμε άλλωστε και στην χώρα μας τα τελευταία δύο χρόνια ιδίως με την επέκταση του Airbnb. Mε την ύπαρξη δημόσιων στεγαστικών προστατεύεται το εισόδημα των εργαζόμενων, ταυτόχρονα όμως μεγαλώνει και το κομμάτι εκείνο των οικονομικών πόρων που κατευθύνεται σε παραγωγικές δραστηριότητες. Η εναλλακτική, η πριμοδότηση του real estate, εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα μιας μικρής μειοψηφίας χωρίς αντίστοιχο κοινωνικό όφελος.
Μπροστά στη δεύτερη ιστορικού μεγέθους κρίση σε μια δεκαετία η επανάληψη των ίδιων συνταγών με άλλο περιτύλιγμα δεν είναι λάθος αλλά συνταγή κοινωνικής καταστροφής. Η δυνατότητα μιας διαφορετικής πορείας είναι υπαρκτή όσο και αναγκαία για τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Ο Πάνος Κορφιάτης είναι πρώην γενικός γραμματέας του ΣΕΠΕ

News247.gr