Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα – H επισφάλεια τείνει να γίνει κανονικότητα

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα – H επισφάλεια τείνει να γίνει κανονικότητα

Το ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζας διεξήγαγε έρευνα για τις συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα με βάση τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνεται ότι για μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού –και ειδικά τις νεότερες ηλικίες –η επισφάλεια τείνει να γίνει κανονικότητα, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτυχθεί και αντίρροπες στρατηγικές προσαρμογής και επιβίωσης. Ωστόσο, όσο η κρίση διευρύνεται και πλήττει και ομάδες που δεν είναι σε θέση να επιδείξουν ανάλογη προσαρμοστικότητα (λόγω π.χ. ήδη ανειλημμένων υποχρεώσεων) τα προβλήματα εντείνονται.

Δείτε την έρευνα εδώ:

Ως προς τα επιμέρους ευρήματα,αξίζει να επισημανθούν στα συμπεράσματα ορισμένα από τα πιο χαρακτηριστικά και κυρίως επικίνδυνα για την κοινωνική συνοχή:

  • •Η επισφάλεια είναι πλέον τόσο γενικευμένη στην ελληνική κοινωνία, ώστε το 97,7%όσων παρέχουν εξαρτημένη εργασία να έχουν τουλάχιστον έναν παράγοντα επισφάλειας, με το 7,6%να βρίσκεται σε καθεστώς υψηλής ή απόλυτης επισφάλειας. Το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στους εργαζόμενους/-ες στον ιδιωτικό τομέα, και ιδίως στους εργαζόμενους/-ες με «μπλοκάκι» (26,5%), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στο δημόσιο τομέα δεν υπάρχουν κατηγορίες επισφαλώς εργαζομένων. Ανησυχητική επίσης είναι και η κατάσταση μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων, εμπόρων κ.λπ., με ή χωρίς προσωπικό, μεταξύ των οποίων –βοηθούσης και της εγγενούς αστάθειας της συγκεκριμένης επαγγελματικής κατηγορίας ως προς τους όρους της απασχόλησης –η υψηλή και απόλυτη επισφάλεια αγγίζει το 65,1%.
  • Ως προς επιμέρους ευρήματα, είναι σημαντικό ότι το 24,1%όσων παρέχουν εξαρτημένη εργασία έχουν μη μόνιμη απασχόληση, ποσοστό που στους νέους/στις νέες αγγίζει το 41,3%. Αντίστοιχα, το 10,1%παρέχει μειωμένη ή με άλλο τρόπο ελαστική (ως προς το ωράριο) απασχόληση, ποσοστό που ανέρχεται σε 16%στους εργαζόμενους/στις εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα. Το 36%του συνόλου των απασχολούμενων δηλώνει ότι δεν έχει σταθερό ωράριο, το 24,3%μη σταθερή αμοιβή από την εργασία, ενώ αυτή η αμοιβή θεωρείται μη αντάξια της παρεχόμενης εργασίας από το 70,7%και μη επαρκής για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών χωρίς πρόσθετους πόρους από το 59,9%. Η[105]
  • Ως προς τις εργασιακές προοπτικές, είναι σαφές ότι η μεγάλη πλειοψηφία αντιλαμβάνεται την εφιαλτική κατάσταση στην αγορά εργασίας :Το 32,7%των απασχολούμενων θεωρεί πολύ ή αρκετά πιθανό να χάσει τη θέση εργασίας του ή να χρειαστεί να κλείσει το γραφείο/την επιχείρησή του μέσα στους επόμενους 12 μήνες. Αντίστοιχα, το 88,2%θεωρεί ότι θα είναι «όχι ιδιαίτερα»ή «καθόλου»εύκολο να βρει μια νέα θέση εργασίας ανάλογη της τωρινής του, αν για οποιονδήποτε λόγο αποχωρήσει από αυτή ή κλείσει την επιχείρηση/το γραφείο του, μέσα στους επόμενους 12 μήνες.Την ίδια στιγμή,η πλειοψηφία (90,8%) εκτιμά ότι στην Ελλάδα δεν προστατεύεται επαρκώς από το κράτος όποιος μένει άνεργος.
  • Σε ό,τι αφορά την κατάσταση των νοικοκυριών, το45,4%των απασχολούμενων δήλωσε ότι τα συνολικά εισοδήματα του νοικοκυριού τους από όλες τις πηγές δεν επαρκούν για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών των μελών του νοικοκυριού, ποσοστό το οποίο ανέρχεται σε 69,7%των ανέργων που μετείχαν στην έρευνα.Επίσης, το 25,2%των απασχολούμενων δήλωσε ότι είναι οι μόνοι/-ες εργαζόμενοι εργαζόμενες του νοικοκυριού τους, ενώ το 46,9%των ανέργων δήλωσε ότι το νοικοκυριό τους δεν έχει κανέναν εργαζόμενο/-η. Τέλος, ενδεικτικό του επιπέδου των μισθών στη χώρα είναι το γεγονός ότι το 42,2%των νοικοκυριών με συνολικό καθαρό ετήσιο εισόδημα κάτω των 6.000 €(δηλ. των 500 €μηνιαίως)και το 30,2%των νοικοκυριών με εισόδημα 6.001-12.000 €(δηλ. έως 1.000 €μηνιαίως) έχουν περισσότερους από έναν εργαζόμενους/-ες και, παρ’ όλα αυτά, δεν καταφέρνουν να αποκομίσουν υψηλότερο εισόδημα.
  • Η τηλεργασία αποτελεί πλέον βιωμένη εμπειρία για το 53,9%των απασχολούμενων, είτε αυτό συνέβη για πρώτη φορά πριν είτε μετά την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, το 29,7%αξιολογεί τη σχετική εμπειρία αρνητικά, ποσοστό που ανέρχεται σε 36,0%μεταξύ των γυναικών, που επωμίστηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό και την ευθύνη ισορροπίας μεταξύ εργασίας και οικογενειακής ζωής μέσα στον ίδιο χώρο.Επίσης, η τηλεργασία φαίνεται να διευκόλυνε πληθώρα καταχρήσεων από την πλευρά των εργοδοτών : μόνο το 34,2%δήλωσε ότι έλαβε από τον/την εργοδότη/-τρια τον αναγκαίο εξοπλισμό για να εργαστεί από το σπίτι, το 31,7%ότι ο/η εργοδότης/-τρια απαίτησε να παραμείνουν διαθέσιμοι (μέσω email, τηλεφώνου κ.λπ.) και μετά το πέρας του ωραρίου τους, είτε τελικώς χρειαζόταν να εργαστούν είτε όχι και το 52,3%ότι εργάστηκε πέραν του συμφωνηθέντος ωραρίου του, χωρίς να πληρωθεί τις σχετικές υπερωρίες.
  • Ενόψει των ανωτέρω, δεν φαίνεται παράδοξο ότι το 53,4%θεωρεί ότι θα αποτελέσει αρνητική εξέλιξη η τυχόν γενίκευση της τηλεργασίας (ποσοστό που [106] ανέρχεται σε 72,5%όσων αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά). Ομοίως, δεν είναι τυχαίο ότι μόνο το 10,7% δηλώνει ότι θα ήθελε να εργάζεται αποκλειστικά μέσω τηλεργασίας, ανεξαρτήτως πανδημίας.
  • Σε ό,τι αφορά τις τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις, το 52,8%θεωρεί ότι αυτές καθιστούν εφικτή σήμερα τη μείωση του εργάσιμου χρόνου με παράλληλη διατήρηση των μισθών, ποσοστό που ανέρχεται σε 73,5%μεταξύ όσων αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά.
  • Σχετικά με τις συνέπειες της πανδημίας και τις αλλαγές που αυτή επέφερε στο εργασιακό καθεστώς των ερωτώμενων, σημειώνεται ότι το 29,3%δήλωσε ότι υπέστη μείωση των εισοδημάτων του (68,6%μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων), το 18,7% τέθηκε σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας (32,3%μεταξύ των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα), το 16,0% σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας, ενώ μόλις το11,5%πήρε άδεια ειδικού σκοπού.•Σε ό,τι αφορά την τήρηση του εργατικού δικαίου και των σχετικών συμβάσεων, το 54,3% όσων παρέχουν εξαρτημένη εργασία δήλωσε ότι αντιμετώπισε τουλάχιστον μία από τις καταχρηστικές συμπεριφορές του/της εργοδότη/-τριας που απαριθμούνταν στο ερωτηματολόγιο κατά τον τελευταίο ένα χρόνο, μεταξύ των οποίων το 35,1%μη τήρηση του συμφωνηθέντος ωραρίου, το 27,7%μη τήρηση των κανόνων εργασιακής ηθικής και συμπεριφοράς και το 24,1%μη τήρηση τηςσυμφωνηθείσας ημερομηνίας καταβολής του μισθού. Ωστόσο, μόνο το 13,9%όσων αντιμετώπισαν κάποια παραβατική/καταχρηστική συμπεριφορά την κατήγγειλε στο ΣΕΠΕ, στο συνδικάτο ή δημόσια.
  • Τέλος, σε ό,τι αφορά τη συνδικαλιστική συμμετοχή, μόνο το 36,4% δήλωσε ότι συμμετέχει στις διαδικασίες ή στις κινητοποιήσεις του συνδικαλιστικού του φορέα, ποσοστό που είναι ακόμη χαμηλότερο (17,8%) μεταξύ των νεότερων εργαζόμενων.

Συμπερασματικά, το πρώτο στο οποίο καταλήγει κανείς είναι η επιβεβαίωση της διάχυτης επισφάλειας, των προβλημάτων επιβίωσης που αντιμετωπίζουν πολλά νοικοκυριά και τον συναφή κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, που απειλούν διαρκώς διευρυνόμενα κοινωνικά στρώματα, ενόψει και της νέας πολυεπίπεδης κρίσης. Είναι επομένως σαφές ότι χρειάζονται επείγουσες και αποτελεσματικές πολιτικές όχι μόνο ενίσχυσης της απασχόλησης, αλλά και ενίσχυσης και αποτελεσματικής προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς και εισοδηματικής στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο από την κρίση, με σχεδιασμό σε επίπεδο νοικοκυριού.

Το δεύτερο στοιχείο που αξίζει να επισημανθεί είναι ότι με βάση τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνεται ότι για μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού –και ειδικά τις νεότερες ηλικίες –η επισφάλεια τείνει να γίνει κανονικότητα, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτυχθεί και αντίρροπες στρατηγικές προσαρμογής και επιβίωσης. Ωστόσο, όσο η κρίση διευρύνεται και πλήττει και ομάδες που δεν είναι σε θέση να επιδείξουν ανάλογη προσαρμοστικότητα (λόγω π.χ. ήδη ανειλημμένων υποχρεώσεων) τα προβλήματα εντείνονται. Και βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να νοηθεί ως μακροπρόθεσμη προοπτική για τους νέους εργαζόμενους και τις νέες εργαζόμενες η ελαχιστοποίηση των απαιτήσεών τους, ώστε οριακά να επιβιώνουν σε καθεστώς μόνιμης επισφάλειας.Το τρίτο συμπέρασμα είναι ότι η πανδημία επιταχύνει μεταβολές στη δομή και την οργάνωση της εργασίας, με την κάμψη εργασιακών δικαιωμάτων, αλλά και με την εισαγωγή νέων παραμέτρων όπως η τηλεργασία.

Η επείγουσα διαδικασία με την οποία προχωρούν, λόγω της πανδημίας, οι μεταβολές αυτές έχει κατ’ αρχήν αρνητικό αντίκτυπο στον κόσμο της εργασίας, ο οποίος και εμφανίζεται επιφυλακτικός. Χρειάζεται λοιπόν η επεξεργασία ενός κατάλληλου θεσμικού πλαισίου, που θα παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις σε όσους εργάζονται από απόσταση, κυρίως όμως είναι απαραίτητη η ενεργοποίηση των συνδικαλιστικών φορέων ώστε όχι απλώς να επεξεργαστούν αμυντικές προτάσεις, που θα καθιστούν λιγότερο επιβαρυντική την τηλεργασία, αλλά να επαναπροσδιορίσουν το χαρακτήρα της εργασίας και τη μορφή της εργασιακής σχέσης καθώς και τον ίδιο τον δικό τους ρόλο στη νέα εποχή.

Το τελευταίο συμπέρασμα –προκειμένου να κλείσει με μια αισιόδοξη οπτική η παρούσα ανάλυση –είναι ότι πλέον οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για τη διεκδίκηση θετικών αλλαγών προς όφελος του κόσμου της εργασίας, όπως η μείωση του εργάσιμου χρόνου. Και μάλιστα, μια τέτοια συζήτηση θα έπρεπε παράλληλα να ανοίξει τη συζήτηση για μια συνολική επαναδιαπραγμάτευση του παραγωγικού μοντέλου, ενόψει των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και της κλιματικής κρίσης. Η πλειοψηφία των εργαζόμενων τοποθετείται θετικά σε μια τέτοια κατεύθυνση και βρισκόμαστε σε μια απολύτως κατάλληλη συγκυρία προκειμένου το ζήτημα να τεθεί επιτακτικά και από την πλευρά των συνδικάτων και από τα κόμματα της Αριστεράς.