Βερολίνο: 100 μέρες ως την απεργία

      Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Βερολίνο: 100 μέρες ως την απεργία

Το νοσηλευτικό προσωπικό θέτει τελεσίγραφο στις διευθύνσεις των κλινικών και στην κυβέρνηση του Ομόσπονδου Κρατιδίου

Δημοσιεύτηκε στο Arbeiterpolitik – 4/2021 (Εργατική Πολιτική)

Στις 12 Μάη, με αφορμή την Ημέρα των Νοσηλευτών/τριών (γενέθλια ημέρα της Florence Nightingale), συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Rotes Rathaus 500 άτομα από το νοσηλευτικό προσωπικό του Charité και του Vivantes καθώς και 500 αλληλέγγυοι/ες. Απαίτησαν από τις διοικήσεις των δύο μεγάλων νοσοκομειακών οργανισμών, οι οποίοι ανήκουν στο Κρατίδιο, την υπογραφή εντός 100 ημερών συλλογικής σύμβασης «Μείωσης φόρτου εργασίας» καθώς και την υπαγωγή των θυγατρικών εταιρειών του Charité και του Vivantes, με όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους σε αυτές, στη συλλογική σύμβαση εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (TVÖD-K). [Η σύμβαση αφορά όλο το λοιπό προσωπικό εκτός των ιατρών, οι οποίοι έχουν τις δικές τους συλλογικές συμβάσεις. Σ.τ.Μ.]


Το νοσηλευτικό προσωπικό απαιτεί συλλογική σύμβαση «Μείωσης φόρτου εργασίας»
Το προσωπικό ζητά την υπογραφή συλλογικής σύμβασης «Μείωσης φόρτου εργασίας» η οποία να καθορίζει το ελάχιστο απαιτούμενο προσωπικό ασφαλούς λειτουργίας για τις κλινικές, ούτως ώστε οι διοικήσεις να αναγκάζονται να προσλαμβάνουν επιπλέον ανθρώπινο δυναμικό. Σε περίπτωση που δεν υπογραφεί μια τέτοια σύμβαση, το συνδικάτο θα προκηρύξει απεργία στις 20 Αυγούστου 2021.
Το 2015/16, έπειτα από δεκαήμερη απεργία, το ver.di (Ενιαίο Συνδικάτο Εργαζομένων στις Υπηρεσίες) είχε υπογράψει σύμβαση με το Charité, στην οποία είχαν καθοριστεί κατώτατα όρια απαιτούμενου προσωπικού για τις εκάστοτε κλινικές. Αυτό είχε χαιρετιστεί τότε ως μεγάλη επιτυχία. Τη συγκεκριμένη σύμβαση την πήρε ως βάση και το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Υγείας όταν εξέδωσε τον Κανονισμό περί κατώτατων ορίων απαιτούμενου προσωπικού, ο οποίος προβλέπει π.χ. ότι στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ένα άτομο του νοσηλευτικού προσωπικού θα έχει υπό τη φροντίδα του δύο ασθενείς κατά τη διάρκεια της ημέρας και τρεις ασθενείς κατά τη διάρκεια της νύχτας.
  Η σύμβαση ωστόσο, η οποία λήγει τώρα, αποδείχτηκε κενό γράμμα, διότι στην πράξη καταστρατηγούταν διαρκώς. Για τον λόγο αυτό είναι ανάγκη, σύμφωνα με τους εργαζόμενους, να υπογραφεί μια σύμβαση στην οποία να περιγράφονται συγκεκριμένα και εξατομικευμένα μέτρα στήριξης σε περίπτωση υπερβολικής επιβάρυνσης του νοσηλευτικού προσωπικού. Μια συλλογική σύμβαση «Μείωσης φόρτου εργασίας» θα μπορούσε, λόγου χάρη, να πάρει ως υπόδειγμα τις συμφωνίες μεταξύ του ver.di και των πανεπιστημιακών κλινικών του Homburg, του Mainz, της Jena και του Lübeck-Kiel. Εκεί οι ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό ανιχνεύονται και καθορίζονται ρητώς. Σε περίπτωση που δεν τηρείται το προβλεπόμενο πλαίσιο, οι συνάδελφοι/-ισσες που απομένουν για να καλύψουν τις ανάγκες λαμβάνουν τους λεγόμενους πόντους επιβάρυνσης. Μετά από έναν ορισμένο αριθμό από βάρδιες με ανεπαρκή κάλυψη σε προσωπικό, οι νοσηλευτές/-ριες δικαιούνται ένα ρεπό. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη για επιπλέον νοσηλευτικό προσωπικό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ver.di, μια τέτοια σύμβαση θα οδηγούσε στην πρόσληψη περίπου 10% επιπλέον προσωπικού στο Charité και στο Vivantes.
  Ωστόσο, οι διευθύνσεις των κλινικών αρνούνται να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις «Μείωσης φόρτου εργασίας», επικαλούμενοι, ως προς την απροθυμία τους να καλύψουν τις κενές θέσεις προσωπικού, την έλλειψη νοσηλευτών/-ριών στην αγορά εργασίας. Όπως ισχυρίζονται, εκατοντάδες προκηρυγμένες θέσεις εργασίας παραμένουν κενές. Αν παρ’ όλα αυτά -πάντα σύμφωνα με τις διευθύνσεις των κλινικών- υπογραφεί μια τέτοια σύμβαση, αυτό θα είχε ως συνέπεια την κατάργηση εκατοντάδων κλινών, πράγμα που θα έθετε σε κίνδυνο τη φροντίδα των ασθενών στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας. Ποιος θα ήθελε, λένε, να πάρει επάνω του μια τέτοια ευθύνη; Το νοσηλευτικό προσωπικό ονομάζει αυτό το επιχείρημα «ηθικό εκβιασμό».
  Ο υπουργός Spahn προπαγανδίζει μια λεγόμενη επιθετική πολιτική εκπαίδευσης νέου ανθρώπινου δυναμικού, που στο μέλλον θα οδηγήσει υποθετικά σε αύξηση προσωπικού. Στη σχετική εκδήλωση, μια εκπαιδευόμενη («Προσωπικό του μέλλοντος») έδωσε την αρμόζουσα απάντηση. Ανέφερε πως το 80% των συνεκπαιδευόμενών της στο 3ο έτος σκόπευαν να φύγουν από την κλινική μετά το πέρας της εκπαίδευσής τους λόγω του φόρτου εργασίας, για τον οποίο έπαιρναν ήδη μια πρόγευση. Οι λόγοι για τους οποίους χιλιάδες νοσηλευτές και νοσηλεύτριες εγκαταλείπουν τον κλάδο εντοπίζονται αποκλειστικά στους άθλιους μισθούς και στους καθημερινούς υπερεντατικούς ρυθμούς στις κλινικές.
  Σύμφωνα με μια έρευνα του Επιμελητηρίου Εργαζομένων Βρέμης, το 60% του νοσηλευτικού δυναμικού που εγκατέλειψε το επάγγελμα θα επέστρεφε σε αυτό εάν δημιουργούνταν καλύτερες προϋποθέσεις, και 50% όσων εργάζονται με μερική απασχόληση θα επέλεγαν, υπό διαφορετικές συνθήκες, την πλήρη απασχόληση.
Ένα ακόμα επιχείρημα των διευθύνσεων των κλινικών είναι πως η Ένωση Εργοδοτών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Vereiningung der kommunalen Arbeitgeber – VKA) απαγορεύει τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων «Μείωσης φόρτου εργασίας». Η Ένωση θέλει φυσικά να αποτρέψει πιθανή γενίκευση τέτοιων διεκδικήσεων. Όμως αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Κρατιδίου του Βερολίνου, στο οποίο ανήκουν κατά 100% οι δύο νοσοκομειακοί οργανισμοί, θα όφειλε να ενεργήσει και να γίνει αντιδημοφιλής στον κομματικό του φίλο Mägde, μέλος του SPD (Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Σ.τ.Μ.) και πρόεδρο της Ένωσης Εργοδοτών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι εργαζόμενοι πάντως δεν σκοπεύουν να απαλλάξουν τον κυβερνητικό συνασπισμό από τις ευθύνες του. Η λήξη του τελεσίγραφου 4 εβδομάδες πριν τις εκλογές –οι οποίες θα αναδείξουν τόσο το νέο κοινοβούλιο του Κρατιδίου του Βερολίνου όσο και το νέο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο- είναι ορθή επιλογή.

Το νοσηλευτικό προσωπικό απαιτεί συλλογική σύμβαση εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (TVÖD-K) για ΟΛΟΥΣ/ΕΣ
Και με ΟΛΟΥΣ/ΕΣ εννοεί πραγματικά όλους τους συναδέλφους και όλες τις συναδέλφισσες, ιδίως όσους/ες εργάζονται στις μη ιατρικών υπηρεσιών ΕΠΕ, τις θυγατρικές που συγκρότησαν το Charité και το Vivantes με σκοπό το μισθολογικό ντάμπινγκ, και οι οποίες μέχρι στιγμής δεν υπάγονται στην ως άνω συλλογική σύμβαση: υπηρεσίες αποθεραπείας και αποκατάστασης, μεταφορές, καθαριότητα, σίτιση, τεχνικοοικονομική υποστήριξη κ.λπ. Οι θυγατρικές έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, δικές τους συλλογικές συμβάσεις, που προσανατολίζονται στα συνήθη για τον κλάδο κατώτερα στάνταρ, και μάλιστα στην περίπτωση του Labor Berlin, το οποίο ανήκει από κοινού και στους δύο νοσοκομειακούς οργανισμούς, δεν ισχύει ούτε καν αυτό. Για τους εργαζόμενους των θυγατρικών τούτο σημαίνει: περισσότερος χρόνος εργασίας, λιγότερη άδεια, καθόλου συμπληρωματική άδεια σε περίπτωση εργασίας σε εναλλασσόμενες βάρδιες, μειωμένες προσαυξήσεις για νυχτερινή εργασία και φυσικά κατά εκατοντάδες ευρώ χαμηλότερος μισθός από αυτόν που θα δικαιούνταν βάσει της συλλογικής σύμβασης εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (TVÖD), η οποία συνεχίζει να έχει ισχύ για αρκετούς παλαιούς εργαζομένους που δουλεύουν πλάι πλάι με τους χαμηλόμισθους.
  Στην εκδήλωση, η υπεύθυνη του Κρατιδίου για την Υγεία, Kalayci (SPD), χαρακτήρισε ως λανθασμένο το γεγονός ότι οι θυγατρικές δεν υπάγονται στη συλλογική σύμβαση εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία (TVÖD). Αυτή η επίγνωση έρχεται με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, και οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι η Kalayci γνωρίζει πως δεν θα είναι μέλος της επόμενης τοπικής Βουλής. Κατά τη διαδικασία συγκρότησής του, και με βάση τις συμφωνίες μεταξύ των μερών, ο βερολινέζικος κυβερνητικός συνασπισμός είχε υποσχεθεί να καταστήσει πιο ελκυστικό το επάγγελμα του/της νοσηλευτή/τριας προσφέροντας καλύτερες συνθήκες εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς. Ελάχιστα από όλα αυτά είδαμε μέχρι στιγμής.
Η επαναφορά των ΕΠΕ «Charité Physiotherapie und Präventionszentrum» (CPPZ) και «Vinantes Therapiedienste» (VTD) -θεραπευτικά κέντρα αμφότερα- στους κυρίως οργανισμούς καταδεικνύει τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους κινούνται οι πολιτικοί υπεύθυνοι. Το Κοινοβούλιο του Κρατιδίου του Βερολίνου είχε λάβει την εν λόγω απόφαση τον Απρίλιο του 2019. Οι δύο αυτές θυγατρικές επανήλθαν στον αμιγώς δημόσιο τομέα την 1.1.2020. Ωστόσο, για μια άλλη θυγατρική, δηλαδή για το κέντρο αποκατάστασης της Vivantes, αυτό δεν ισχύει. Εξού και οι εργαζόμενοι στο Κέντρο απήργησαν στις 12.5 και πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας μέχρι το σημείο της συγκέντρωσης, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής.

Να μπει τέλος στην κερδοσκοπική πολιτική στο Σύστημα Υγείας
Στη διάρκεια της πανδημίας φάνηκαν για άλλη μια φορά οι δομικές ανεπάρκειες του δημόσιου Συστήματος Υγείας. Τα νοσοκομεία δεν είναι δυνατόν να υπάγονται στην αρχή της οικονομικής αποδοτικότητας. Αυτό, όποτε συμβαίνει, συμβαίνει σε βάρος είτε των ασθενών είτε των εργαζομένων, συνήθως σε βάρος και των δύο. Από τότε που όλοι οι τομείς των δημοσίων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας υποτάχθηκαν στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της κυρίαρχης πολιτικής, με καθιέρωση, εδώ και περίπου 20 χρόνια, του καθεστώτος της κατ’ αποκοπή χρηματοδότησης η οποία μετέτρεψε τα νοσοκομεία τελεσίδικα σε εμπορικές επιχειρήσεις, γίνονται περικοπές σε οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος: προσωπικό, χρόνος για τους ασθενείς, θεραπείες σπάνιων νόσων, περίθαλψη ανασφάλιστων ασθενών, υγιεινή νοσοκομειακή σίτιση κ.λπ. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι το πώς να προσφερθεί βοήθεια στους ασθενείς, αλλά τι κέρδος θα αποφέρουν αυτοί. Ελευθερώστε την κλίνη για την επόμενη μεγάλη χειρουργική επέμβαση! Η καισαρική είναι πιο επικερδής από μια φυσική γέννα, η οποία ενδεχομένως να απαιτεί πολύ χρόνο και φροντίδα. Οι συνάδελφοι/ισσες του ver.di θέλουν με το τελεσίγραφό τους να καταρρίψουν τη λογική ότι τα νοσοκομεία πρέπει να αποφέρουν κέρδος. Γι’ αυτό αξίζουν την προσοχή και την υποστήριξή μας, διότι όσο περισσότεροι σαν αυτούς τόσο καλύτερα για όλους (παραφράζοντας το σλόγκαν της εκδήλωσης «Όσο περισσότεροι σαν εμάς τόσο καλύτερα για όλους». 

Εντυπώσεις από την εκδήλωση:
Η εργασία στο νοσοκομείο είναι ομαδική υπόθεση – το ίδιο και η αντίσταση

Το εντυπωσιακότερο για μένα –και σίγουρα για πολλούς αλληλέγγυους/ες- ήταν οι ομιλίες με τις οποίες οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία περιέγραψαν την εργασιακή τους καθημερινότητα. Την εκδήλωση άνοιξε η Jeanine Sturm, νοσηλεύτρια σε εντατική μονάδα Covid στο Charité: «Οι συνάδελφοι, οι συναδέλφισσες και εγώ δίνουμε στη διάρκεια αυτής της πανδημίας κάθε μέρα το 200% του εαυτού μας. Όμως τα βερολινέζικα νοσοκομεία βρίσκονται από πολύ νωρίτερα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πλέον δεν αρκεί μόνο το χειροκρότημα· τώρα πρέπει να ακολουθήσουν πράξεις. […] Είμαστε συνάδελφοι και συναδέλφισσες από διάφορες επαγγελματικές ομάδες που συνεργάζονται στενά, σαν γρανάζια, και μόνο όλοι εμείς μαζί καθιστούμε εφικτή την περίθαλψη των ασθενών. Για τον λόγο αυτό αγωνιζόμαστε όλοι μαζί, δίπλα δίπλα». Κατόπιν, η Jeanine Sturm απαρίθμησε τις διεκδικήσεις τους και ολοκλήρωσε με τα εξής λόγια: «Πήρα μέρος στο κίνημα των νοσοκομείων επειδή δεν θέλω πια να πηγαίνω σπίτι με τη μόνιμη αίσθηση ότι κάτι μου διέφυγε και ότι έτσι ενδεχομένως να έβλαψα τους ασθενείς μου. Δεν θέλω πια να αφήνω τους ασθενείς μου μόνους με το φόβο τους επειδή πολύ απλά δεν μου μένει χρόνος γι’ αυτούς. Μελλοντικά δεν θέλω πια να βλέπω τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές μου να εγκαταλείπουν το επάγγελμα αποκλειστικά και μόνο επειδή δεν αντέχουν άλλο την πίεση».
  Οι ομιλητές/-ριες που πήραν το λόγο στη συνέχεια ανέδειξαν τις συνθήκες που επικρατούν στα νοσοκομεία, συνθήκες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη προσωπικού, υπερβολικό φόρτο εργασίας, εξωτερικές αναθέσεις και χαμηλούς μισθούς.
Μια νοσηλεύτρια που εργάζεται στα επείγοντα του νοσοκομείου Humbold-Klinikum περιγράφει, μιλώντας και για τους/τις συναδέλφους/ισσές της, την εργασιακή καθημερινότητα σε μια υποστελεχωμένη βάρδια με πολύ μεγάλη προσέλευση ασθενών. «Είμαστε τρεις συναδέλφισσες, έξι προβλέπεται να είμαστε, αλλά κατά την άποψή μου ακόμα και οι έξι είναι λίγες». Η περαιτέρω περιγραφή της εργασιακής καθημερινότητας, κατά την οποία η ίδια δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί όσο θα έπρεπε στις ανάγκες των ασθενών, σε ανατριχιάζει και σε κάνει να εύχεσαι να μην χρειαστεί ποτέ να βρεθείς ως έκτακτο περιστατικό στα επείγοντα νοσοκομείου. «Αγαπητές Βερολινέζες και αγαπητοί Βερολινέζοι, σε περίπτωση που ο παππούς ή η γιαγιά σας βρεθούν στα επείγοντα του νοσοκομείου μας ή ενός άλλου νοσοκομείου στη διάρκεια μιας τέτοιας υποστελεχωμένης βάρδιας και πεθάνει στο χώρο αναμονής πάνω σε ένα ράντζο, μπορώ σχεδόν να σας εγγυηθώ ότι για ώρες κανείς δεν πρόκειται να το αντιληφθεί».
Μία εργαζόμενη στην καθαριότητα των θυγατρικών της Vivantes αναφέρει καταχειροκροτούμενη:  «Η υγιεινή είναι επιβεβλημένη, αλλά οι αμοιβές μας είναι πολύ χαμηλές, δεν μας ακούει ούτε μας βλέπει κανείς. Όμως σήμερα μας βλέπετε και μας ακούτε εσείς. […] Στη διάρκεια της πανδημίας η δουλειά μας γίνεται όλο και πιο σκληρή και κουραστική. Βρισκόμαστε συνέχεια υπό χρονική πίεση, κάθε μέρα». Έπειτα λέει ότι οι συνάδερφοι και οι συναδέλφισσες ξεκινούν τη δουλειά σε καθημερινή βάση μια ώρα νωρίτερα για να προλάβουν να τελειώσουν, και αυτό χωρίς να αμείβονται επιπλέον, από φόβο μην προκύψουν προβλήματα με τους προϊσταμένους και απολυθούν. «Γι’ αυτό πρέπει να αγωνιστούμε, δεν γίνεται διαφορετικά. Όλα ακριβαίνουν, ενοίκια, τρόφιμα, ρεύμα, θέρμανση, και εμείς αμειβόμαστε με τον κατώτατο μισθό. Γι’ αυτό απαιτούμε συλλογική σύμβαση εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία για όλους και όλες. Εμείς, οι εργαζόμενοι/ες στην καθαριότητα, ξέρουμε τι σημαίνει υπερβολικός φόρτος εργασίας. Γι’ αυτό διεκδικούμε μια συλλογική σύμβαση «Μείωσης φόρτου εργασίας». Εμείς, οι εργαζόμενοι/ες στην καθαριότητα, είμαστε εδώ για να εξασφαλίσουμε ότι θα μπορούμε να πληρώνουμε το ενοίκιό μας. Ξέρουμε ότι είστε στο πλευρό μας. Το κάνουμε αυτό όλοι μαζί, το Charité, το Vivantes και οι θυγατρικές τους. Ξέρουμε ότι η δουλειά στο νοσοκομείο είναι ομαδική δουλειά. Είμαστε δυνατή ομάδα, στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Και τώρα πρέπει να αγωνιστούμε όλοι μαζί!»
  Ακολούθησαν πολυάριθμες ομιλίες σχετικά με τις καταστροφικές συνθήκες που επικρατούν στα νοσοκομεία. Μια πρώην επιμελήτρια στο νοσοκομείο Vivantes στο Neukölln, λόγου χάρη, περιέγραψε τον σημαντικό ρόλο του νοσηλευτικού προσωπικού, που είναι αυτό που πρώτο καλείται να περιθάλψει τους ασθενείς. Η ιατρική συνδρομή έπεται. Όμως τι συμβαίνει όταν στη νυχτερινή βάρδια υπάρχει μόνο ένα άτομο από το νοσηλευτικό προσωπικό για τριάντα ασθενείς αλλά τυγχάνει από αυτούς τους τριάντα να χρειάζονται ταυτόχρονα βοήθεια δύο ή περισσότεροι; Ο/Η νοσηλευτής/τρια δεν μπορεί να γίνει δύο κομμάτια. Επιπλέον, σε τέτοιες περιπτώσεις η ιατρική βοήθεια έρχεται με τόση καθυστέρηση, ώστε συχνά δεν μένει άλλη επιλογή παρά μόνο η μεταφορά των ασθενών στη μονάδα εντατικής θεραπείας – για να μην μιλήσουμε και για το χειρότερο ενδεχόμενο. Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν προσλαμβανόταν επιπλέον νοσηλευτικό προσωπικό.
  Ύστερα παίρνει το λόγο η Klara Sommer, εκπαιδευόμενη στο τρίτο έτος: «Έκανα μια μικρή δημοσκόπηση στην τάξη μου. Σκοπεύετε, αφού πάρετε το πτυχίο, να εργαστείτε ως νοσηλευτές/ριες; Το 80% δήλωσε ότι δεν θα συνεχίσει μετά το πτυχίο, ότι δεν έχει πια καμιά όρεξη». Ο λόγος, όπως είπε, ήταν οι συνθήκες εργασίας που βίωναν στη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. «Εδώ και πολλά χρόνια οι εκπαιδευόμενοι/ες καλούνται να αντισταθμίσουν την έλλειψη προσωπικού». Περιγράφει προσωπικά της βιώματα και το πώς σε μια πρωινή βάρδια αναγκάστηκε να αντικαταστήσει την έμπειρη, πτυχιούχο νοσηλεύτρια. «Πήγα στο σπίτι. Ήμουν κομμάτια. Και ακόμη και σήμερα δεν λέει να με αφήσει η αίσθηση ότι περιέθαλπα ανθρώπους σαν σε κλωβοστοιχίες, σαν να ήταν κότες σε κοτέτσι. Ντρέπομαι γι’ αυτό».
Στη συνέχεια, η Denise, μαία στο Vivantes-Klinikum Friedrichshain, μιλά για τις συνθήκες στις αίθουσες τοκετού, όπου η έλλειψη προσωπικού και οι υπερεντατικοί ρυθμοί καθιστούν αδύνατη μια καθησυχαστική και ενδεδειγμένη φροντίδα των ετοιμόγεννων γυναικών. Μιλά για το πώς λίγο πριν τον τοκετό αναγκάζεται να αφήσει μόνη την ασθενή της επειδή στη διπλανή αίθουσα τοκετού επίκειται επίσης άμεσα άλλη γέννα.
  Κατόπιν, ένας συνάδελφος από το τμήμα εξωτερικών ασθενών του κέντρου αποκατάστασης του Vivantes ενημερώνει για τη σημερινή προειδοποιητική απεργία. Εξηγεί ότι είναι περισσότερες της μίας οι επαγγελματικές ομάδες που συμβάλλουν στο να αναλάβουν δυνάμεις οι ασθενείς, ώστε να μπορέσουν να εργαστούν ξανά. Όμως, όπως και σε άλλες θυγατρικές της Vivantes, δεν ισχύει ούτε στην περίπτωσή τους η συλλογική σύμβαση εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία. Έτσι υπάρχουν μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τη μητρική εταιρεία, οι οποίες φτάνουν ως και τα 1300 ευρώ μηνιαίως, όπως επίσης και συνάδελφοι/ισσες που μετά από 40 χρόνια προϋπηρεσίας λαμβάνουν μόλις τον κατώτατο μισθό.
  Τις προηγούμενες εβδομάδες οι ακτιβιστές και οι ακτιβίστριες είχαν ανοίξει στις κλινικές τους έναν κύκλο συζητήσεων με τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσές τους, όπου είχαν παρουσιάσει και αιτιολογήσει τις διεκδικήσεις τους. Μετά την ομιλία της εκπροσώπου της Ομοσπονδιακής Κλαδικής Οργάνωσης του ver.di, η Silvia Habekost, νοσηλεύτρια στο Vivantes Klinikum Friedrichsheim, παρουσίασε το αποτέλεσμα της συνδικαλιστικής κινητοποίησης: «Βρίσκομαι εδώ ως μία από 8.397 συναδέλφισσες και συναδέλφους του Charité, του Vivantes και των θυγατρικών τους, ως μέλος μίας από τις 377 ομάδες που έχουν συνυπογράψει αυτή την έκκληση. Τα νούμερα αυτά αντιπροσωπεύουν το 63% των συναδελφισσών και συναδέλφων, και συνεπώς μιλάμε για μια καθαρή πλειοψηφία. Δεν είναι μόνο υπογραφές, είναι συναδέλφισσες και συνάδελφοι που αποφάσισαν να δράσουν συνειδητά».
  Μετά τον ανωτέρω απολογισμό της συνδικαλιστικής κινητοποίησης, το λόγο πήραν οι εκπρόσωποι των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι, Αριστερά/Die Linke Σ.τ.Μ.) καθώς και η υπεύθυνη του κρατιδίου για την Υγεία, Dilek Kalayci. Η τελευταία αναγνώρισε τις «αμαρτίες του παρελθόντος» των πολιτικών ιθυνόντων και απέδωσε, υπό αποδοκιμασίες, στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση την ευθύνη για το θέμα του ελάχιστου απαιτούμενου προσωπικού ασφαλούς λειτουργίας. Στη συνέχεια, οι εκπρόσωποι των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού διατράνωσαν λεκτικά την αλληλεγγύη τους με τους εργαζόμενους, χωρίς ωστόσο να προχωρήσουν σε συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Βλέπεις, είμαστε ήδη σε προεκλογική περίοδο. Ευγενικά άκουσαν οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση τις ομιλίες των εκπροσώπων των κομμάτων και ακολούθως τους αποχαιρέτησαν με τα εξής λόγια: «Πολλοί από μας είμαστε πολύ καιρό στο επάγγελμα και ακούμε διαρκώς τα ίδια λόγια χωρίς ποτέ να αλλάζει κάτι. […] Για τον λόγο αυτό ισχύει από σήμερα το τελεσίγραφο των 100 ημερών. […] Εάν δεν υπάρξει ικανοποιητική λύση, οι συνάδελφοι και οι συναδέλφισσες είναι αποφασισμένοι/ες –πράγμα που απέδειξαν ήδη με την έκκλησή τους- να προκηρύξουν απεργία τέσσερις εβδομάδες πριν τις εκλογές».    
       
Μετάφραση από τα γερμανικά: Αλεξάνδρα Παύλου

Αναδημοσίευση από εδώ – 4/2021
https://arbeiterpolitik.de/2021/06/berlin-100-tage-bis-zum-streik-pflegekraefte-stellen-klinikleitungen-und-senat-ein-ultimatum/

ΠΗΓΗ : ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΣΕ [ΑΡΓΗ] ΚΙΝΗΣΗ